Βιταμίνη D. Τι προκαλεί η έλλειψή της;

Η ανεπάρκεια βιταμίνης D θεωρείται μια συνηθισμένη μεταβολική/ενδοκρινική ανωμαλία. Παρά τις γνωστές διατροφικές πηγές βιταμίνης D και τον ρόλο του ηλιακού φωτός στην παραγωγή της, μεγάλο μέρος του πληθυσμού μπορεί να έχει χαμηλά επίπεδα 25-υδροξυβιταμίνης D στον ορό. Η έλλειψη βιταμίνης D μπορεί να προκληθεί από μια ποικιλία καταστάσεων με την ανεπαρκή έκθεση στο ηλιακό φως, τις ανεπαρκείς διατροφικές πηγές και τη δυσαπορρόφηση εξαιτίας υποκείμενων νοσημάτων(Νόσος του Crohn, κοιλιοκάκη, χρόνια ενεργός ηπατίτιδα, χρόνια νεφρική νόσος με ή χωρίς αιμοκάθαρση, χρόνια παγκρεατίτιδα, κυστική ίνωση, σακχαρώδης διαβήτης, γαστρική παράκαμψη και πρωτοπαθής χολική κίρρωση) να είναι οι πιο συχνές αιτίες. Λαμβάνοντας υπόψη το πόσο διαδεδομένη είναι, είναι απαραίτητο για τους γιατρούς της πρωτοβάθμιας περίθαλψης να γνωρίζουν ποιον να εξετάσουν και πότε να θεραπεύσουν ασθενείς με ανεπάρκεια βιταμίνης D.

Λόγω του εμπλουτισμού των τροφίμων, ασθένειες που προκαλούνται από σοβαρή ανεπάρκεια βιταμίνης D, όπως η ραχίτιδα και η οστεομαλακία, ουσιαστικά έχουν εξαλειφθεί από τις αρχές του 1900. Ωστόσο, η ανεπαρκής έκθεση στον ήλιο και οι χρόνιες ασθένειες συνεχίζουν να προκαλούν ανεπάρκεια βιταμίνης D σε όλες τις ηλικιακές ομάδες. Η ανεπάρκεια βιταμίνης D (<20 ng/mL) και η μερική έλλειψη (20-30 ng/mL) επηρεάζουν σχεδόν 1 δισεκατομμύριο ανθρώπους παγκοσμίως.

Η βιταμίνη Dείναι  περισσότερο ορμόνη παρά βιταμίνη και έχει υποδοχείς σχεδόν σε κάθε κύτταρο του ανθρώπινου σώματος. Εκτός από τον μεταβολισμό των οστών, η βιταμίνη D έχει πολλούς ρόλους στο σώμα, συμπεριλαμβανομένης της ρύθμισης της ανάπτυξης των κυττάρων, της νευρομυϊκής και ανοσοποιητικής λειτουργίας και της μείωσης της φλεγμονής. Ο ρόλος της βιταμίνης D στη σκλήρυνση κατά πλάκας, τις αυτοάνοσες διαταραχές, τις λοιμώξεις, τις αναπνευστικές παθήσεις, τις καρδιομεταβολικές ασθένειες, τον καρκίνο και τον κίνδυνο καταγμάτων έχει φανεί από διάφορες μελέτες. Πιο συγκεκριμένα τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D συσχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο μεταβολικών, νεοπλασματικών και ανοσολογικών διαταραχών, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης και η σκλήρυνση κατά πλάκας.

Τέλος, ένα μεγάλο ζήτημα είναι αν θα πρέπει να λαμβάνουν όλοι οι ασθενείς που έχουν έλλειψη βιταμίνης D θεραπεία υποκατάστασης. Τα αποτελέσματα είναι αντιφατικά, καθώς φαίνεται ότι το όφελος είναι μεγαλύτερο σε συγκεκριμένες κατηγορίες ασθενών, όπως στους καρκινοπαθείς με επίπεδα <20 ng/mL, σε ασθενείς με συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, ενώ ευεργετικά δρα σε ασθενείς με γρίπη και άλλες λοιμώξεις του αναπνευστικού. Ειδικά πάνω στο τελευταίο θέμα η καθημερινή λήψη βιταμίνης D δρα προστατευτικά έναντι των οξέων λοιμώξεων του αναπνευστικού, ενώ παράλληλα συμβάλλει στην μείωση του κινδύνου σοβαρών  εξάρσεων άσθματος σε χρόνιους αναπνευστικούς ασθενείς.

Δεδομένων των σπάνιων παρενεργειών η λήψη βιταμίνης D μπορεί να είναι μια σημαντική, φθηνή και ασφαλής επικουρική λύση για πολλές ασθένειες, αλλά μελλοντικές μεγάλες και καλά σχεδιασμένες μελέτες θα πρέπει να το αξιολογήσουν περαιτέρω. Μια παγκόσμια παρέμβαση για τη δημόσια υγεία που θα περιλαμβάνει συμπληρώματα βιταμίνης D για ορισμένες ομάδες κινδύνου και συστηματικό εμπλουτισμό των τροφίμων με βιταμίνη D για την αποφυγή σοβαρής ανεπάρκειας βιταμίνης D είναι πολύ σημαντική.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Vitamin D Deficiency, Its Role in Health and Disease, and Current Supplementation Recommendations. Kim M PfotenhauerJay H Shubrook. J Am Osteopath Assoc. 2017 May 1;117(5):301-305.