Σύμφωνα με τους ερευνητές η σουλφοραφάνη αποτελεί την πρώτη θεραπεία για τον αυτισμό που βελτιώνει τα συμπτώματα μέσω διόρθωσης υποκείμενων κυτταρικών δυσλειτουργιών.

Οι ειδικοί στις διαταραχές αυτισμού υπολογίζουν ότι αυτές οι διαταραχές αφορούν στο 1 έως 2% του πληθυσμού, με μεγαλύτερη επίπτωση στα αγόρια. Συμπτώματα όπως η δυσκολία στην κοινωνική ένταξη και η επικοινωνία μέσω του προφορικού λόγου είναι ευρέως γνωστά και έχουν περιγραφεί από τον Leo Kanner, ιδρυτή της παιδοψυχιατρικής στο πανεπιστήμιο Johns Hopkins. Δυστυχώς τα γενεσιουργά αίτια παραμένουν αδιευκρίνιστα αν και μεγάλη πρόοδος έχει συντελεστεί σε αυτόν τον τομέα.

Πολλές από αυτές τις διαταραχές σχετίζονται με την παρουσία οξειδωτικού stress στον οργανισμό. Το 1992 ανακαλύφθηκε η ευεργετική επίδραση της σουλφοραφάνης στην ενίσχυση της φυσικής άμυνας του οργανισμού έναντι του οξειδωτικού stess, της φλεγμονής και της καταστροφής του DNA.

Στη μελέτη που διενεργήθηκε 26 ασθενείς έλαβαν, αναλόγως του σωματικού τους βάρους, 9 έως 27 mgr σουλφοραφάνης ημερησίως και 14 έλαβαν εικονικό φάρμακο. Στις 4, 10 και 18 εβδομάδες από την έναρξη της θεραπείας οι ασθενείς υποβλήθηκαν σε τεστ εκτίμησης συμπεριφοράς. Οι περισσότεροι που ανταποκρίθηκαν στη σουλφοραφάνη, έδειξαν σημαντική βελτίωση από την πρώτη μέτρηση στις 4 εβδομάδες και η βελτίωση συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Σημειώθηκε βελτίωση επίσης σε τομείς όπως η ανησυχία, οι επαναλαμβανόμενες κινήσεις, η υπερδραστηριότητα, η επικοινωνία, τα κίνητρα και οι χαρακτηριστικοί τρόποι κίνησης. Μετά από 18 εβδομάδες θεραπείας οι μισοί περίπου από τους ασθενείς που συμμετείχαν στο γκρουπ της σουλφοραφάνης παρουσίασαν σημαντική βελτίωση στις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, τις αφύσικες συμπεριφορές και την ικανότητα επικοινωνίας μέσω του προφορικού λόγου.  Ένα σημαντικό εύρημα της μελέτης ήταν ότι η βελτίωση που επέφερε η σουλφοραφάνη αναστράφηκε με τη διακοπή της θεραπείας. Φαίνεται λοιπόν ότι η σουλφοραφάνη βοηθά παροδικά τα κύτταρα να αντιμετωπίσουν τις ατέλειές τους.

Σύμφωνα με τους ερευνητές τα επίπεδα της σουλφοραφάνης που βρίσκουμε στις διάφορες ποικιλίες μπρόκολων διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους. Συν τοις άλλοις, η ικανότητα των ατόμων να μετατρέπουν τις πρόδρομες μορφές σουλφοραφάνης στη δραστική ουσία δεν είναι η ίδια. Σύμφωνα με τη μελέτη θα ήταν πολύ δύσκολο να  επιτυγχάνονται τα επίπεδα σουλφοραφάνης που χρησιμοποιήθηκαν μόνο μέσω της διατροφικής λήψης μεγάλων ποσοτήτων μπρόκολων.

 

ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΑΡΑΜΟΥΝΤZΟΣ

ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΟΛΟΓΟΣ