

Βιταμίνη D: που βρισκόμαστε σήμερα
- 22 Φεβρουαρίου, 2019
- by: webera
Τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D σχετίζονται με κακή πρόγνωση σε πολλά νοσήματα. Ωστόσο, είναι δύσκολο να καταλάβουμε αν η έλλειψη της βιταμίνης είναι η αιτία ή το αποτέλεσμα αυτών, καθώς παρόλο που υπάρχουν οι μηχανισμοί που μπορούν να οδηγήσουν σε νόσο, είναι πολύ πιθανό οι ίδιοι ασθενείς να παρουσιάζουν έλλειψη λόγω μειωμένης φυσικής δραστηριότητας, μικρότερης έκθεσης στον ήλιο, προχωρημένης ηλικίας, παχυσαρκίας, ελλιπούς δίαιτας και συνοδών ιατρικών νοσημάτων.
Τα ακριβή φυσιολογικά όρια της βιταμίνης D στον ορό δεν έχουν ακόμα αποσαφηνιστεί. Έτσι, ενώ το Ινστιτούτο της Ιατρικής (Institute of Medicine- IOM) θεωρεί ότι επίπεδα πάνω από 50 nmol/L είναι επαρκή για την υγεία των οστών, η Ενδοκρινολογική Εταιρεία (Endocrine Society) χρησιμοποιεί ως ελάχιστο όριο τα 75 nmol/L, ενώ ως θεραπευτικό στόχο τα επίπεδα μεταξύ 100-150 nmol/L. Σημαντικό επίσης είναι το γεγονός ότι ενώ τα χαμηλά επίπεδα σχετίζονται με μεγαλύτερη θνητότητα, τα πολύ υψηλά επίπεδα μπορεί να μην είναι ευεργετικά και μπορεί να είναι ακόμα και επικίνδυνα.
Η μέτρηση της βιταμίνης D στον ορό ποικίλλει. Υπάρχει ετερογένεια μεταξύ των διαφόρων εργαστηρίων σχετικά με το αντιδραστήριο που πρέπει να χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της βιταμίνης D, καθώς επίσης και για το μεταβολίτη της D που πρέπει να υπολογιστεί για να αντικατοπτρίσει την επάρκειά της. Μεγάλη κουβέντα γίνεται επίσης, για το αν μπορούμε να βασιστούμε σε μία μόνο μέτρηση, καθώς αυτή αποτελεί ένα στιγμιότυπο της κατάστασης της βιταμίνης D στον οργανισμό.
Τέλος, ένα μεγάλο ζήτημα είναι αν θα πρέπει να λαμβάνουν όλοι οι ασθενείς που έχουν έλλειψη βιταμίνης D θεραπεία υποκατάστασης. Τα αποτελέσματα είναι αντιφατικά, καθώς φαίνεται ότι το όφελος είναι μεγαλύτερο σε συγκεκριμένες κατηγορίες ασθενών.
Έτσι, στους καρκινοπαθείς, το μεγαλύτερο όφελος το έχουν ασθενείς με επίπεδα κάτω από 50 nmol/L που λαμβάνουν θεραπεία υποκατάστασης, ενώ όφελος φαίνεται ότι υπάρχει και με την αύξηση των επιπέδων από 75 σε 100 nmol/L.
Για ασθενείς με καρδιαγγειακά και μεταβολικά νοσήματα, η λήψη βιταμίνης D ωφελεί περισσότερο αυτούς με συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια καθώς φαίνεται ότι μειώνει τα επίπεδα στον ορό του νατριουρητικού πεπτιδίου (BNP), ενώ η αποκατάσταση των επιπέδων βιταμίνης D στον ορό βελτιώνει την κατάταξη του ασθενή στο σύστημα ταξινόμησης της καρδιακής ανεπάρκειας (NYHA).
Τέλος, η λήψη βιταμίνης D έχει δείξει ευεργετικές συνέπειες στη γρίπη και στις άλλες λοιμώξεις του αναπνευστικού. Πιο συγκεκριμένα, παρ’ όλη την ετερογένεια των μελετών, φαίνεται ότι η καθημερινή λήψη βιταμίνης D δρα προστατευτικά έναντι των οξέων λοιμώξεων του αναπνευστικού, ενώ παράλληλα μειώνει τον κίνδυνο σοβαρών εξάρσεων άσθματος σε χρόνιους αναπνευστικούς ασθενείς.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Vitamin D deficiency and supplementation in critical illness-the known knowns and known unknowns. Nair P, Venkatesh B, Center JR. Crit Care. 2018 Oct 29;22(1):276
ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΑΡΑΜΟΥΝΤZΟΣ
ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΟΛΟΓΟΣ
YOU MIGHT ALSO LIKE More From Author
Βιταμίνη B6: Ιδιότητες και οφέλη
Δεκ. 1.2023Η βιταμίνη Β6, γνωστή και ως πυριδοξίνη, βρίσκεται σε μια
Οι βιταμίνες παίζουν καθοριστικό ρόλο στην υποστήριξη
Ριγανέλαιο και ιώσεις
Νοέ. 15.2023Η ρίγανη είναι ένα βότανο που χρησιμοποιείται συνήθως στη
Διατροφή για αθλητές και δρομείς
Νοέ. 2.2023Η διατροφή αποτελεί κρίσιμη πτυχή του Μαραθωνίου δρόμου
Ο ρόλος της βιταμίνης C στην υγεία του δέρματος ήταν υπό
Αμινοξέα: Ιδιότητες και οφέλη
Οκτ. 19.2023Τα θρεπτικά συστατικά της τροφής διακρίνονται δομικά στις