Η εμμηνόπαυση έρχεται όταν μια γυναίκα σταματά να έχει περίοδο καθώς φτάνει στο τέλος της αναπαραγωγικής ηλικίας. Για να πούμε πως μια γυναίκα βρίσκεται σε εμμηνόπαυση δεν θα πρέπει να έχει περίοδο για έναν χρόνο.  Η διαδικασία της εμμηνόπαυσης δεν είναι απότομη, αλλά μάλλον σταδιακή, κατά την οποία οι γυναίκες βιώνουν διάφορα συμπτώματα (κλιμακτήριος). Στο τέλος αυτής της διαδικασίας οι ωοθήκες της γυναίκας παύουν να λειτουργούν, σταματούν δηλαδή να παράγουν πλέον τις ορμόνες τους(οιστρογόνα και προγεστερόνη).

Η μέση ηλικία εμφάνισης της εμμηνόπαυσης είναι τα 51 έτη. Ωστόσο, αυτή η ηλικία ποικίλλει ευρέως και 1 στις 100 γυναίκες μπορεί να παρουσιάσει εμμηνόπαυση ακόμα και πριν τα 40. Πιο συγκεκριμένα, η ηλικία εμφάνισης της εμμηνόπαυσης εξαρτάται από γενετικούς παράγοντες, ενώ σε μικρότερη ηλικία εμφανίζεται στις άτοκες γυναίκες, στις καπνίστριες και στις γυναίκες που έχουν αφαιρέσει χειρουργικά τις ωοθήκες ή έχουν υποβληθεί σε ακτινοβολία της πυέλου.

Η εμφάνιση συμπτωμάτων και οι αλλαγές που επέρχονται στο γυναικείο σώμα οφείλονται στην έλλειψη των γυναικείων ορμονών. Οι περισσότερες γυναίκες(8 στις 10) θα βιώσουν κάποια συμπτώματα, που τυπικά διαρκούν έως και 4 χρόνια μετά την τελευταία περίοδο. Στο 10% των γυναικών ωστόσο τα συμπτώματα μπορεί να συνεχίζονται ακόμα και μέχρι 12 χρόνια. 

Τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα είναι οι εξάψεις και οι νυκτερινοί ιδρώτες(αγγειοκινητικά συμπτώματα). Λιγότερο συχνά εμφανίζονται αλλαγές στη διάθεση, αδυναμία συγκέντρωσης, κεφαλαλγία, μυϊκά και οστικά άλγη, ξηρότητα κόλπου και απώλεια του ενδιαφέροντος για σεξουαλική επαφή. Η ποιότητα ζωής μπορεί να επηρεαστεί σοβαρά. Σε βάθος χρόνου η συνεχιζόμενη έλλειψη οιστρογόνων επηρεάζει τα οστά και το καρδιαγγειακό σύστημα και έτσι οι γυναίκες που βρίσκονται στην εμμηνόπαυση έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης οστεοπόρωσης και καρδιαγγειακών νοσημάτων.

Μεταξύ των γυναικών που παρουσιάζουν αγγειοκινητικά συμπτώματα, λίγες είναι αυτές που θα καταφύγουν σε ειδικό για βοήθεια. Οι γυναίκες αυτές μπορεί να ωφεληθούν από τις ορμονικές θεραπείες, όχι μόνο στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων, αλλά επίσης στη διατήρηση της οστικής πυκνότητας και τη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου.

Η κλινική απόφαση για τη χορήγηση ορμονικής θεραπείας βασίζεται στο ζύγισμα των θετικών έναντι των αρνητικών συνεπειών της χορήγησης. Έτσι, σήμερα, ενδείκνυται βραχυχρόνια και σε μικρές δόσεις χορήγηση σε γυναίκες με πρόσφατη εμμηνόπαυση και σοβαρά συμπτώματα. Επιπλέον, δε θα πρέπει να υπάρχει προηγούμενο ιστορικό ή αυξημένος κίνδυνος για καρδιαγγειακές νόσους, καρκίνο του μαστού ή φλεβοθρόμβωση.

Όταν τα συμπτώματα είναι ήπια ή όταν υπάρχουν αντενδείξεις για χορήγηση οιστρογόνων, η θεραπεία θα πρέπει να βασίζεται σε συμπληρωματικές και εναλλακτικές θεραπείες, που περιλαμβάνουν μη συνταγογραφούμενα φάρμακα, συμπληρώματα διατροφής και άσκηση.

ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

Θανάσης Καραμούντζος MD, MSc

Ειδικός Γαστρεντερολόγος

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Approach to the patient with menopausal symptoms. Martin KAManson JE. J Clin Endocrinol Metab. 2008 Dec;93(12):4567-75.
  2. Hormone Therapy and Other Treatments for Symptoms of Menopause. Hill DACrider MHill SR. Am Fam Physician. 2016 Dec 1;94(11):884-889.
  3. Psychosomatic and vasomotor symptom changes during transition to menopause. Augoulea AMoros MLykeridou AKaparos GLyberi RPanoulis K. Prz Menopauzalny. 2019 Jun;18(2):110-115.