Διαβήτης και σωστή διατροφή
Ο επιπολασμός του σακχαρώδους διαβήτη αυξάνεται παγκοσμίως, αποτελώντας ένα από τα ταχύτερα αναπτυσσόμενα διεθνή προβλήματα υγείας τον 21ο αιώνα. Ο διαβήτης που δεν αντιμετωπίζεται σωστά μπορεί να έχει σημαντικό αντίκτυπο στη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα, συμπεριλαμβανομένου του αυξημένου κινδύνου για εγκεφαλικό επεισόδιο, νεφρική δυσλειτουργία, ακρωτηριασμό ποδιών, καρδιαγγειακές παθήσεις, απώλεια όρασης και νευροπάθεια.
Οι στρατηγικές για τη διαχείριση του διαβήτη περιλαμβάνουν την τακτική σωματική δραστηριότητα, τη διακοπή του καπνίσματος, τη διατήρηση υγιούς σωματικού βάρους και την υγιεινή διατροφή.
Δεν υπάρχει κανένα τυπικό πρόγραμμα γευμάτων ή διατροφικό πρότυπο που να λειτουργεί καθολικά για όλα τα άτομα με διαβήτη. Για να είναι αποτελεσματική, η διατροφική θεραπεία θα πρέπει να εξατομικεύεται για κάθε ασθενή με βάση τους ατομικούς στόχους υγείας, τις προσωπικές και πολιτιστικές προτιμήσεις, την πρόσβαση σε υγιεινές επιλογές και την προθυμία και ικανότητα αλλαγής.
Οι διατροφικές παρεμβάσεις θα πρέπει να δίνουν έμφαση σε μια ποικιλία τροφίμων, πλούσιων σε θρεπτικά συστατικά, σε κατάλληλα μεγέθη μερίδων ως μέρος ενός υγιεινού διατροφικού μοτίβου που να μπορεί να διατηρηθεί μακροπρόθεσμα. Η συνολική ενεργειακή πρόσληψη (και επομένως τα μεγέθη της μερίδας) είναι σημαντική παράμετρος ανεξάρτητα από το διατροφικό πρότυπο που επιλέγει να φάει το άτομο με διαβήτη.
Για υπέρβαρους ή παχύσαρκους ενήλικες με διαβήτη τύπου 2, συνιστάται η μείωση της ενεργειακής πρόσληψης διατηρώντας παράλληλα ένα υγιεινό διατροφικό πρότυπο για την προώθηση της απώλειας βάρους. Ακόμα και μέτρια απώλεια βάρους μπορεί να προσφέρει κλινικά οφέλη (βελτιωμένη γλυκαιμία, αρτηριακή πίεση και/ή λιπίδια) σε ορισμένα άτομα με διαβήτη, ειδικά σε αυτά που βρίσκονται στην αρχή της νόσου.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι δεν υπάρχει ιδανικό ποσοστό θερμίδων από υδατάνθρακες, πρωτεΐνες και λίπη για όλα τα άτομα με διαβήτη. Επομένως, η κατανομή των μακροθρεπτικών συστατικών θα πρέπει να βασίζεται σε εξατομικευμένη αξιολόγηση των τρεχόντων διατροφικών προτύπων, προτιμήσεων και μεταβολικών στόχων.
Η ποσότητα των υδατανθράκων μπορεί να είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει τη γλυκαιμική απόκριση μετά το φαγητό και θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ανάπτυξη του διατροφικού προγράμματος. Η πρόσληψη υδατανθράκων από λαχανικά, φρούτα, δημητριακά ολικής αλέσεως, όσπρια και γαλακτοκομικά προϊόντα θα πρέπει να συνιστάται έναντι της πρόσληψης από άλλες πηγές υδατανθράκων, ειδικά εκείνων που περιέχουν πρόσθετα λίπη, σάκχαρα ή νάτριο.
Για άτομα με διαβήτη και χωρίς ενδείξεις διαβητικής νεφρικής νόσου, τα στοιχεία είναι αδιευκρίνιστα για την ιδανική ποσότητα πρωτεΐνης που θα βελτιστοποιήσει τον έλεγχο του σακχάρου. Αντίθετα για άτομα με διαβήτη και διαβητική νεφρική νόσο, η μείωση της ποσότητας της διατροφικής πρωτεΐνης κάτω από τη συνήθη πρόσληψη δεν συνιστάται.
Τέλος, τα στοιχεία είναι ασαφή για την ιδανική ποσότητα συνολικής πρόσληψης λίπους για άτομα με διαβήτη. Η ποιότητα του λίπους φαίνεται να είναι πολύ πιο σημαντική από την ποσότητα.
Σε άτομα με διαβήτη τύπου 2, ένα μεσογειακού τύπου, πλούσιο σε μονοακόρεστα λιπαρά οξέα διατροφικό μοτίβο μπορεί να ωφελήσει τον γλυκαιμικό έλεγχο και τους παράγοντες κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου και, ως εκ τούτου, μπορεί να προταθεί ως αποτελεσματική εναλλακτική λύση σε ένα χαμηλότερο σε λιπαρά, υψηλότερο μοτίβο διατροφής υδατανθράκων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Nutrition therapy recommendations for the management of adults with diabetes. Diabetes Care. 2014 Jan;37 Suppl 1:S120-43. Alison B Evert, Jackie L Boucher, Marjorie Cypress, Stephanie A Dunbar, Marion J Franz, Elizabeth J Mayer-Davis, Joshua J Neumiller, Robin Nwankwo, Cassandra L Verdi, Patti Urbanski, William S Yancy Jr.
Σχετικές αναρτήσεις
Λίπος στο συκώτι :..
Ο όρος μη αλκοολική λιπώδης νόσος του ήπατος (Non-Alcoholic Fatty Liver..