Οι δύο κύριες μορφές βιταμίνης D είναι η βιταμίνη D2 (εργοκαλσιφερόλη) και η βιταμίνη D3 (χοληκαλσιφερόλη ή καλσιτριόλη). Η βιταμίνη D2 συντίθεται από φυτά και μύκητες, αλλά όχι από σπονδυλωτά ζώα και πιθανότατα παίζει προστατευτικό ρόλο έναντι της υπεριώδους ακτινοβολίας. Η βιταμίνη D3 συντίθεται με τη βοήθεια της ηλιακής ακτινοβολίας σε σχετικά μεγάλες ποσότητες στο δέρμα των περισσότερων σπονδυλωτών ζώων, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων.

Μόλις παραχθεί από το δέρμα (ή καταποθεί ως τροφή), ακολουθεί  μια σειρά από βιοχημικές αντιδράσεις αρχικά στο ήπαρ και ακολούθως στο νεφρό με τελικό αποτέλεσμα τη σύνθεση της καλσιτριόλης (1,25-διυδροξυχοληκαλσιφερόλη) η οποία απελευθερώνεται στην κυκλοφορία του αίματος. Η ικανότητά της να συνδέεται με μια πρωτεΐνη μεταφορέα, την πρωτεΐνη δέσμευσης βιταμίνης D, της επιτρέπει να φτάσει σε άλλες περιοχές-στόχους, δηλαδή στον πυρήνα πολλών κυττάρων του σώματος, συμπεριλαμβανομένου του εγκεφάλου, του δέρματος, του προστάτη και του μαστού. Η παρουσία της παρατηρείται επιπλέον σε πολλά κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος, συμπεριλαμβανομένων των μονοκυττάρων, των μακροφάγων και των ενεργοποιημένων Τ και Β κυττάρων.

Η συσχέτιση μεταξύ χαμηλών επιπέδων βιταμίνης D3 και η ευαισθησία σε λοιμώξεις είναι γνωστή από παλιά. Η βιταμίνη D3, η οποία υπάρχει στο μουρουνέλαιο, έχει χρησιμοποιηθεί για την πρόληψη πολλών ασθενειών. Πιο πρόσφατα, επιδημιολογικές μελέτες έδειξαν ισχυρή συσχέτιση μεταξύ εποχιακών διακυμάνσεων στα επίπεδα βιταμίνης D και την επίπτωση αρκετών μολυσματικών ασθενειών, συμπεριλαμβανομένων πολλών λοιμώξεων του αναπνευστικού και της  γρίπης. Παράλληλα, αρκετές ασθένειες έχουν συσχετιστεί με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D3 (< 30ng/ml), όπως καρδιαγγειακά νοσήματα, οστεοπόρωση, κατάγματα, βακτηριακές λοιμώξεις, καρκίνοι και αυτοάνοσα νοσήματα, ενώ η απορρύθμιση του ανοσοποιητικού συστήματος πιστεύεται ότι συμμετέχει στην ανάπτυξη πολλών παθολογικών διεργασιών.

Το 80% της βιταμίνης συντίθεται από την έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία, ενώ για το υπόλοιπο βασιζόμαστε στη διατροφή και στα συμπληρώματα διατροφής. Πολύ λίγα τρόφιμα στη φύση περιέχουν βιταμίνη D: Ψάρια όπως ο σολομός, ο τόνος και το σκουμπρί και τα έλαια από συκώτι ψαριών είναι από τις καλύτερες πηγές. Μικρές ποσότητες βιταμίνης D βρίσκονται στο μοσχαρίσιο συκώτι, το τυρί και τους κρόκους αυγών. Μερικά μανιτάρια παρέχουν βιταμίνη D2 (εργοκαλσιφερόλη) σε μεταβλητές ποσότητες. Διατίθενται επίσης μανιτάρια με αυξημένα επίπεδα βιταμίνης D2 από την έκθεση στο υπεριώδες φως υπό ελεγχόμενες συνθήκες.

Τα συμπληρώματα διατροφής είναι πολύ σημαντικά όταν υπάρχει μικρότερη έκθεση στο ηλιακό φως, αδυναμία σύνθεσης της βιταμίνης στο δέρμα ή όταν υπάρχουν καταστάσεις που οδηγούν σε μειωμένη απορρόφηση ή αυξημένη καταστροφή της βιταμίνης D. Το 2011 το Ινστιτούτο της Ιατρικής (ΙΟΜ) πρότεινε την καθημερινή λήψη 600IU βιταμίνης D για όλους όσους δεν εκτίθενται στον ήλιο.

Ωστόσο, σύμφωνα με τις τελευταίες κατευθυντήριες οδηγίες η δόση θα πρέπει να εξατομικεύεται ανάλογα με το φύλο, την ηλικία, τον τόπο και τις συνθήκες διαβίωσης, τις διατροφικές και πολιτισμικές συνήθειες με στόχο τη διατήρηση των επιθυμητών επιπέδων βιταμίνης D στο αίμα(>30 ng/mL). Οι άνθρωποι με ανοιχτό χρώμα δέρματος χρειάζονται 1000 IU βιταμίνης D, για τους  μελαχρινούς και τους ηλικιωμένους απαιτείται ελάχιστη πρόσληψη  2000IU/ημέρα, ενώ ακόμα μεγαλύτερες ποσότητες θα χρειαστούν οι «ευαίσθητες» ομάδες. Το ανώτατο ασφαλές όριο πρόσληψης είναι οι 5000 IU/ημέρα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Vitamin D3: an ever green molecule. Michele Di RosaLucia MalaguarneraAnna NicolosiCristina SanfilippoClorinda MazzarinoPiero PavoneMassimiliano BerrettaStefano CosentinoBruno CacopardoMarilia Rita PinzoneGiuseppe Nunnari. Front Biosci (Schol Ed). 2013 Jan 1;5(1):247-60.
  2. Vitamin D supplementation guidelines. Pludowski PHolick MFGrant WBKonstantynowicz JJ Steroid Biochem Mol Biol.2018 Jan;175:125-135.