Για το λόγο αυτό η χορήγηση συμπληρωμάτων διατροφής με αντιοξειδωτική δράση έχει προταθεί ως προσέγγιση για να μειωθεί η επίπτωση και η θνησιμότητα του άσθματος. Μετα-αναλύσεις επιδημιολογικών μελετών δείχνουν τη σχέση μεταξύ χαμηλής διατροφικής πρόσληψης αντιοξειδωτικών και της αυξημένης επίπτωσης άσθματος και αλλεργιών.

Σε ότι αφορά την πρόληψη του άσθματος δεν υπάρχουν ακόμα κλινικές μελέτες που να υποστηρίζουν τη χρήση των συμπληρωμάτων με αντιοξειδωτική δράση.

Δε συμβαίνει το ίδιο ωστόσο και με τον έλεγχο των κρίσεων του άσθματος όπου κλινικές μελέτες δείχνουν ότι συγκεκριμένα αντιοξειδωτικά έχουν βελτιώσει την πνευμονική λειτουργία σε ασθματικά παιδιά και εφήβους. Οι μελέτες αυτές καταλήγουν ότι η απάντηση στα αντιοξειδωτικά εξαρτάται από το στάδιο ζωής, τη γενετική ευαισθησία και τις περιβαλλοντικές πηγές του οξειδωτικού στρες.

Ομάδες πληθυσμού που ωφελούνται περισσότερο είναι άτομα με διαπιστωμένες διατροφικές ελλείψεις και υψηλή έκθεση σε περιβαλλοντικούς παράγοντες που προκαλούν οξείδωση (κάπνισμα, ατμοσφαιρική ρύπανση).

Η έρευνα κατευθύνεται πλέον σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις: Στους ακριβείς μηχανισμούς με τους οποίους ενδογενείς και εξωγενείς οξειδωτικές ουσίες αλληλεπιδρούν με μόρια σε κύτταρα, ιστούς και υγρά των πνευμόνων, στον προστατευτικό ρόλο των διαφόρων αντιοξειδωτικών, στο βαθμό που κάποια αντιοξειδωτικά του περιφερικού αίματος δρουν ως αντιοξειδωτικά και στους πνεύμονες και στις μακροχρόνιες επιδράσεις των διαφόρων αντιοξειδωτικών στο άσθμα. 

Οι αντιοξειδωτικές θεραπείες αναθεωρήθηκαν το 2008 και ξανά το 2013. Και οι δύο αναφορές προτείνουν ότι συγκεκριμένα αντιοξειδωτικά έχουν κλινική χρησιμότητα στη χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια:  Οι θειόλες (N-ακετυλ-κυστεΐνη), οι ενεργοποιητές του παράγοντα Nrf2 (σουλφοραφάνη), οι αντιοξειδωτικές βιταμίνες C, Ε και πολυφαινόλες που προέρχονται από τη διατροφή, όπως η κουρκουμίνη και η ρεσβερατρόλη.

 

ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΑΡΑΜΟΥΝΤZΟΣ

ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΟΛΟΓΟΣ