Η αϋπνία ορίζεται με βάση τη Διεθνή Ταξινόμηση των Διαταραχών Ύπνου, ως η δυσκολία στην έναρξη ή τη διατήρηση του ύπνου που δημιουργεί προβλήματα κατά τη διάρκεια της ημέρας και δεν οφείλεται σε περιβαλλοντικές συνθήκες ή ανεπαρκείς ευκαιρίες ύπνου. Η διαταραχή αναγνωρίζεται ως χρόνια όταν επιμένει για τουλάχιστον τρεις μήνες με συχνότητα τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα. Όταν η διαταραχή πληροί τα κριτήρια συμπτωμάτων αλλά υφίσταται για λιγότερο από τρεις μήνες, θεωρείται βραχυπρόθεσμη αϋπνία.

Η περιστασιακή, βραχυπρόθεσμη αϋπνία επηρεάζει το 30% έως 50% του πληθυσμού, ενώ η χρόνια εκτιμάται ότι είναι τουλάχιστον 5% έως 10% στα Δυτικά κράτη. Το ποσοστό είναι σημαντικά μεγαλύτερο στις μεγαλύτερες ηλικίες και σε ψυχιατρικούς ασθενείς.

Η χρόνια αϋπνία σχετίζεται με πολυάριθμες δυσμενείς επιπτώσεις στη λειτουργία, την υγεία και την ποιότητα ζωής. Επιδημιολογικές μελέτες καταδεικνύουν σημαντική έκπτωση στη λειτουργική κατάσταση μεταξύ των ατόμων με χρόνια αϋπνία. Έχουν επίσης αναφερθεί ευρέως αυξημένα ποσοστά απουσίας από την εργασία, επαγγελματικά ατυχήματα και τροχαία ατυχήματα. Σε πολλές μελέτες αναγνωρίζεται ως σημαντικός παράγοντας κινδύνου για την ανάπτυξη ψυχιατρικών διαταραχών, ιδιαίτερα διαταραχών της διάθεσης και κατάθλιψης. Η κατάσταση σχετίζεται επίσης με αυξημένο κίνδυνο για αλκοολισμό, καθώς και με επιδείνωση χρόνιου πόνου. Πιο πρόσφατες έρευνες υποδηλώνουν ότι η χρόνια αϋπνία σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο για καρδιαγγειακή νόσο καθώς και για ανάπτυξη υπέρτασης.

Η οικονομική επιβάρυνση της κοινωνίας είναι ένας ακόμη παράγοντας που δε θα πρέπει  να παραβλέπεται. Ο υπολογισμός του άμεσου κι έμμεσου οικονομικού κόστους περιπλέκεται από πολλές μεταβλητές, αλλά όλες οι αναλύσεις καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ένας πληθυσμός με αϋπνία κοστίζει ακριβότερα. Υπάρχει σημαντικά υψηλότερη συχνότητα των επισκέψεων σε ιατρό καθώς και μεγαλύτερο κόστος για συνταγογραφούμενα φάρμακα. Παράλληλα, το έμμεσο κόστος με τη μορφή απουσίας από την εργασία, απώλεια παραγωγικότητας και ατυχήματα που σχετίζονται με την αϋπνία συμβάλλουν σημαντικά στην οικονομική επιβάρυνση .

Τα γενικά μέτρα θεραπείας για την αϋπνία περιλαμβάνουν τη θεραπεία συνυπαρχόντων νοσημάτων, την τροποποίηση φαρμάκων και ουσιών που παρεμποδίζουν τον ύπνο και τη βελτιστοποίηση του περιβάλλοντος ύπνου. Οι ειδικές θεραπείες για την αϋπνία ταξινομούνται σε δύο κύριες κατηγορίες. Οι μη φαρμακολογικές θεραπείες, κυρίως γνωστικής συμπεριφοράς, έχουν αποτελέσει αντικείμενο πολυάριθμων μετα-αναλύσεων και πρακτικών οδηγιών και η φαρμακολογική θεραπεία, συμπεριλαμβανομένων των βοηθημάτων ύπνου χωρίς ιατρική συνταγή και του αλκοόλ που είναι η πιο ευρέως χρησιμοποιούμενη θεραπεία για την αϋπνία.

Πολλά συμπληρώματα διατροφής έχουν δοκιμαστεί και φαίνεται ότι μπορούν να βοηθήσουν. Τα αμινοξέα, διεγείροντας τη σύνθεση της σεροτονίνης, προκαλούν ύπνο και βελτιώνουν την ποιότητα ζωής των ασθενών. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει η γλουταμίνη, ο πιο σημαντικός ανασταλτικός νευροδιαβιβαστής του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνη για τη μείωση της αγωγιμότητας μεταξύ των νευρώνων. Δρα ως φυσικό ηρεμιστικό, χαλαρώνοντας τον εγκέφαλο και επιτρέποντας βαθύτερο και πιο ήσυχο ύπνο.

Το  μαγνήσιο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη μετάδοση νευρικών ερεθισμάτων σε κυτταρικό επίπεδο και στη ρύθμιση του ύπνου σε κλινικό. Μελέτες έχουν δείξει ότι τα συμπληρώματα με μαγνήσιο βελτιώνουν την αποτελεσματικότητα και το χρόνο του ύπνου καθώς και την πρωινή αφύπνιση. Αυτή η βελτίωση υποκειμενικών και αντικειμενικών παραμέτρων του ύπνου καθιστά το μαγνήσιο ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για την αντιμετώπιση αυτού του τύπου των διαταραχών.

Θανάσης Καραμούντζος MD, MSc

Ειδικός Γαστρεντερολόγος

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Insomnia. Buysse DJ. JAMA. 2013 Feb 20;309(7):706-16.
  1. Hertz, L., Kvamme, E., McGeer, E.G. & Schousboe, A. (2003) Glutamine, Glutamate, and Gaba in the Central Nervous System Alan R Liss Inc., Volume 17, issue 5, pp. 422-427
  1. The effect of magnesiumsupplementation on primary insomnia in elderly: A double-blind placebo-controlled clinical trial. Abbasi BKimiagar MSadeghniiat KShirazi MMHedayati MRashidkhani B. J Res Med Sci. 2012 Dec;17(12):1161-9.